- ερίφι(ον)
- το козлёночек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek
αιγίδιον — αἰγίδιον, το (Α) [αἴξ] μικρή κατσίκα, κατσικάκι, ερίφι … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
ερίφιο — και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι( ν) και ρίφι( ν)) κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ ιον υποκοριστικό τής λ. έριφος*] … Dictionary of Greek
κατσίκι — το (λ. αλβ. ή τουρκ.), ερίφι, κατσίκι: Το κατσίκι έχει νόστιμο κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)